- καρτερῶς
- καρτερόςstrongadverbialκαρτερόωstrengthenpres ind act 2nd sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
твердостне — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} нареч. (καρτερῶς)= сильно … Словарь церковнославянского языка
καρτερός — I Ονομασία δύο οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 550 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πεδιάδος του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στη βόρεια ακτή του νομού, 7 χλμ. Α της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γουβών. Κοντά στον οικισμό … Dictionary of Greek
συνουσιάζω — ΝΜΑ [συνουσία] (στη νεοελλ. μόνον το μέσ. συνουσιάζομαι) έρχομαι σε σαρκική επαφή, κάνω έρωτα με κάποιον μσν. μτφ. συνενώνω («περόνας σιδηρᾱς ἀνθρακεύσαντες καὶ μάλα καρτερῶς ταύτας συνουσιάσαντες τῷ πυρί», Θεοφύλ. Σ.) αρχ. 1. συναναστρέφομαι με… … Dictionary of Greek
ԺՈՒԺԿԱԼԱՊԷՍ — ( ) NBH 1 0839 Chronological Sequence: Unknown date, 15c մ. καρτερῶς strenue. որ եւ ԺՈՒԺԿԱԼԱԲԱՐ. Ժուժկալութեամբ. պնդապէս. արիաբար. *Արութեամբ եւ ժուժկալապէս զայնպիսեաց ախտից զարկա՛ծս ամփոփել. Բրս. գոհ.: *Թէ ծարաւիս դու ʼի հանդէս. պահեա՛ ըզքեզ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)